- δυσφημίζω
- δυσφημίζω, δυσφήμισα βλ. πίν. 33——————Σημειώσεις:δυσφημίζω : μερικές φορές χρησιμοποιείται και ο παλιότερος τύπος δυσφημώ (κατά το θεωρώ, 73, αλλά με αόριστο σε -ισα, με βάση το δυσφημίζω).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δυσφημίζω — δυσφημώ … Dictionary of Greek
αδικοβγάζω — και βγάλλω και βγάνω και βγάλνω αποδίδω άδικα, ψευδώς, κατηγορία σε κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ, δυσφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + βγάζω ή βγάλλω ή βγάνω ή βγάλνω. ΠΑΡ. αδικόβγαλμα, αδικοβγάλτης] … Dictionary of Greek
αδυσφήμιστος — η, ο [δυσφημίζω] ο αδυσφήμητος … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)